ἔκτισις

ἔκτισις
ἔκτεισις
payment in full
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκτεισις — ἔκτεισις, η (Α) διάφορ. τ. τού έκτισις*, σε επιγραφές και παπύρους …   Dictionary of Greek

  • έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • παρέκτισις — ίσεως, ἡ, Μ εξιλέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτισις «απότιση, πληρωμή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”